0

Όταν εν μέσω απειλών, εκβιασμών και συνθηκολογήσεων που άρχισαν από την18η Δεκεμβρίου 1959 στη συνάντηση των Παρισίων Αβέρωφ – Ζορλού, στα πλαίσια της συνδιάσκεψης του ΝΑΤΟ, υπεγράφη η συμφωνία στο Λάγκαστερ Χάουζ του Λονδίνου και η άτυχη πατρίδα αποτολμούσε τα πρώτα νηπιακά βήματά της σαν ανεξάρτητη, η αθεμέλειωτη πολιτική και η ανύπαρκτη διπλωματία της Λευκωσίας βρέθηκε ενώπιον του πρώτου και πολυσήμαντου διλήμματος. Να προσχωρήσει στη Βορειατλαντική συμμαχία, το ΝΑΤΟ ή να προσεταιρισθεί την αντίστοιχη συμμαχία των λεγομένων Ανατολικών χωρών, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας; Με τους Αγγλοαμερικάνους ή με τους Σοβιετικούς; Με την Ουάσιγκτων ή με τη Μόσχα;

Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Η ευωχία στα τραπέζια της κουτσοανεξαρτησίας δεν επέτρεπε νηφάλιες σκέψεις. Η εξουσιαστική παραζάλη και η απειρία ήταν αποτρεπτικά για την ανάλυση των συνθηκών και την αντίκρυση των απειλών που συσσωρεύονταν όπως τα μαύρα νέφη στον ορίζοντα, προμηνύοντας επερχόμενη καταιγίδα. Η εμβρυώδης πολιτική σκέψη των ασχημάτιστων νεοπολιτικών, η αλαζονεία περί παντογνωσίας και οι σκοπιμότητες του εκ των πραγμάτων μόνου οργανωμένου κόμματος, δηλαδή του ΑΚΕΛ, που μετά την ορθή του απόφαση ν΄ απορρίψει τη συνθηκολόγηση της Ζυρίχης, έσπευσε, με ηχηρή αντίφαση, να εναγκαλισθεί την εξουσία και να συνεργήσει στην εφαρμογή όσων επέκρινε, προκάλεσαν αρχικά συσκότιση του θέματος. Και στη συνέχεια απερρίφθη η ένταξη ή η προσέγγιση και στο ΝΑΤΟ και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Και αντί του ενός ή του άλλου, επελέγη η ολοκληρωτική σύμπραξη και η ταύτιση με το νεοπαγές Κίνημα των Αδεσμεύτων, παρόλον ότι η μοίρα του δεν διαφαινόταν ευοίωνη, ακόμα και από τους αισιόδοξους θεωρητικούς υποστηρικτές του. Και η δύσμοιρη Κύπρος έμοιασε της μυθικής Αργούς που επιχειρούσε τον διάπλου των στενών των Συμπληγάδων.

Η όλη ρότα καθοριζόταν από την ακατάλληλη πυξίδα των ψευδαισθήσεων. Διότι το μεν Κίνημα των Αδεσμεύτων συνεθλίβη από τους αλληλόκρουστους βράχους των τότε πλανηταρχικών αντιπάλων, η δε Κύπρος πελαγοδρομούσε και όταν βρέθηκε μπροστά στις ατσάλινες σιαγόνες του αδηφάγου Τούρκου, η μεν Δύση ακόνισε την όρεξη του επιδρομέα, η δε Ανατολή ετήρησε αναποτελεσματική ερμαφρόδιτη στάση, και οι απομένοντες φίλοι από τους Αδεσμεύτους απρακτούσαν, χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα.

Βρεθήκαμε μόνοι στην παγωνιά της μοναξιάς μας. Και παραμένουμε μόνοι, αναρριγώντας επί τριανταπέντε συνεχή κατοχικά χρόνια. Τώρα ευρισκόμεθα ενώπιον του ιδίου διλήμματος. Να ενταχθούμε στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη όπως οι άλλοι 26 εταίροι μας ή να επιχειρήσουμε συνέχεια της περιέργου μοναχικότητας, αν και οι μαύροι οιωνοί μας σκιάζουν; Θα ισχύσει το καλώς νοούμενο διαυγές συμφέρον της θεωρητικής έστω προστασίας και αναγνώρισης του κρατικού καθεστώτος ή θα επαναλάβουμε το λάθος με το κομματικό πείσμα των κυβερνώντων που οδηγεί στο βάραθρο; Οι περισπούδαστοι πολιτικοί αυθέντες και η αξιωματική συμπολίτευση τι λένε; Ή μήπως πρέπει να ερωτηθεί ο σοφός από εμπειρίες και παθήματα Λαός;

Comments are closed.